Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βαρυπενθώ — (Μ βαρυπενθῶ, έω) έχω βαρύ πένθος … Dictionary of Greek
καταπενθώ — καταπενθῶ, έω (Α) (επιτ. τ. τού πενθώ) βαρυπενθώ, θρηνώ πολύ για κάποιον … Dictionary of Greek